- ρογκίζω
- Νκαίω καλαμιά θερισμένου χωραφιού και τό προετοιμάζω για τη νέα σπορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rogus, -i «φωτιά, πυρά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρογκάδα — η, Ν φωτιά για ρόγκισμα, για ξεχέρσωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρογκίζω + κατάλ. άδα (πρβλ. πυρ άδα)] … Dictionary of Greek
ρόγκισμα — το, Ν [ρογκίζω] το να ρογκίζει κάποιος ένα χωράφι, το κάψιμο τής καλαμιάς θερισμένου χωραφιού … Dictionary of Greek
râncheza — RÂNCHEZÁ, pers. 3 rânchează, vb. I. intranz. (Despre cai) A necheza. – lat. *rhonchizare (după necheza). Trimis de dante, 04.07.2004. Sursa: DEX 98 RÂNCHEZÁ vb. v. necheza. Trimis de siveco, 24.10.2007. Sursa: Sinonime … Dicționar Român